- αμφίβλητος
- ἀμφίβλητος, -ον (Α) [ἀμφιβάλλω]αυτός με τον οποίον περιβάλλεται, καλύπτεται κανείς, αυτός που ρίχνεται γύρω από κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμφιβάλλω — (Α ἀμφιβάλλω) 1. έχω αμφιβολία, δισταγμό, δεν είμαι βέβαιος για κάτι, αμφιταλαντεύομαι 2. αμφισβητώ, διστάζω να πιστέψω κάτι αρχ. (στον Όμ. συνήθ. σε τμήση) Ι. ενεργ. περιβάλλω, ρίχνω ή εναποθέτω κάτι γύρω από κάποιον ή κάτι 1. (για ρούχα) ντύνω… … Dictionary of Greek